βραχυκυκλώνω

βραχυκυκλώνω
[βραχυκύκλωμα]
1. θέτω σε βραχυκύκλωση, δηλαδή αποκαθιστώ σύνδεση βραχυκυκλώματος σ' ένα ηλεκτρικό κύκλωμα
2. παγιδεύω κάποιον περιορίζοντας την ελευθερία κινήσεων ή ενεργειών του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραχυκυκλώνω — βραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: βραχυκυκλώνω : χρησιμοποιείται και με την έννοια βραχυκυκλώνομαι (→ παθαίνω βραχυκύκλωμα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”